Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἥρωες ἐπώνυμοι

См. также в других словарях:

  • ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… …   Dictionary of Greek

  • επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… …   Dictionary of Greek

  • αρχηγέτης — ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. τις, η]) 1. ο γενάρχης 2. ο αρχηγός, ο ηγέτης αρχ. 1. ο οικιστής* μιας πόλης 2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης 3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς 4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται οι δέκα επώνυμοι ήρωες 5. η πρώτη αρχή …   Dictionary of Greek

  • επώνυμος — η, ο επίρρ. α 1. ο ονομασμένος, που έχει το όνομά του (το επώνυμο), ο γνωστός με το επώνυμό του: Οι επώνυμοι και ανώνυμοι ήρωες του 1821. 2. που γίνεται με το επώνυμο, που συνοδεύεται με αυτό, ο υπεύθυνος: Επώνυμη καταγγελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»